ΔΙΑΣΤΡΕΜΜΑ ΠΟΔΟΚΝΗΜΙΚΗΣ
Διάστρεμμα της ποδοκνημικής αρθρώσεως ονομάζεται η τραυματική ρήξη διαφόρων συνδέσμων της αρθρώσεως, αλλά χωρίς κάταγμα στα οστά. Ενίοτε όμως, ένα διάστρεμμα της ποδοκνημικής συνυπάρχει με κάταγμα οστού, οπότε πρόκειται για μικτή τραυματική βλάβη.
Η λέξη «διάστρεμμα» είναι αρχαία ελληνική, προερχόμενη από το ρήμα «διαστρέφω».
Τα διαστρέμματα της ποδοκνημικής αρθρώσεως διακρίνονται κλινικώς σε τρεις βαθμούς ανάλογα με τη βαρύτητά τους. Η στατιστική κατανομή ανάμεσα στις τρεις ομάδες είναι πρακτικά αδύνατη, γιατί συνήθως οι ασθενείς με διάστρεμμα πρώτου βαθμού δεν πάνε στο γιατρό και αυτοθεραπεύονται. Κατ’ εκτίμηση όμως, υπολογίζεται ότι το 75% είναι πρώτου βαθμού, το 20% είναι δευτέρου βαθμού και το 5% είναι τρίτου βαθμού.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα συχνά κατάγματα της ποδοκνημικής συνοδεύονται πάντα και από ρήξεις συνδέσμων (διάστρεμμα). Η ταξινόμηση των διαστρεμμάτων έχει ως εξής:
* 1ου βαθμού διαστρέμματα: Ελαφρά ρήξη, διάταση των συνδέσμων,
* 2ου βαθμού διαστρέμματα : Μερική ρήξη των συνδέσμων και
* 3ου βαθμού διαστρέμματα : Πλήρης ρήξη των συνδέσμων.
Κλινική εικόνα
Η κλινική εικόνα των διαστρεμμάτων της ποδοκνημικής ποικίλει σε βαρύτητα ανάλογα με το στάδιο της βλάβης, αλλά και από το πόσο χρονικό διάστημα πέρασε από τον τραυματισμό. Η πιο απλή περίπτωση διαστρέμματος είναι να «γυρίσει» σε κάποιον το πόδι ελαφρά όταν περπατά και να συνεχίσει το βάδισμα ανενόχλητος, και η βαρύτερη περίπτωση είναι να γίνει ολική ρήξη ομάδας συνδέσμων με μεγάλο αιμάτωμα. Ο ασθενής είναι είτε αθλητής που υφίσταται μια στροφική βλάβη στην ποδοκνημική άρθρωση, είτε εργαζόμενος, είτε ένας απλός βαδίζων.